- Τυφωνικός
- Τῡφωνικός , ΤυφωνικόςTyphonianmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τυφωνικός — ή, ό / τυφωνικός, ή, όν, ΝΜΑ, και τυφωνιακός Α [τυφῶν, ῶνος] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τυφώνα, στον τροπικό κυκλώνα 2. φρ. «τυφωνικό κύμα» (μετεωρ.) μεγάλου ύψους κύμα που δημιουργείται από τον τυφώνα καθώς αυτός κινείται προς … Dictionary of Greek
Τυφωνικά — Τῡφωνικά , Τυφωνικός Typhonian neut nom/voc/acc pl Τῡφωνικά̱ , Τυφωνικός Typhonian fem nom/voc/acc dual Τῡφωνικά̱ , Τυφωνικός Typhonian fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τυφωνικῶν — Τῡφωνικῶν , Τυφωνικός Typhonian fem gen pl Τῡφωνικῶν , Τυφωνικός Typhonian masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τυφωνικόν — Τῡφωνικόν , Τυφωνικός Typhonian masc acc sg Τῡφωνικόν , Τυφωνικός Typhonian neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυφωνιακός — ή, όν, Α βλ. τυφωνικός … Dictionary of Greek
τυφώνιος — και τυφώνειος και τυφαόνιος, (ε)ία, ον, Α [Τυφῶν, ῶνος / Τυφάων] 1. τυφωνικός 2. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ τυφώνιοι α) οι άνθρωποι τους οποίους έκαιγαν στην Αίγυπτο σε ορισμένες περιστάσεις β) (κατ επέκτ.) άνθρωποι αναίσθητοι, μωροί 3. το… … Dictionary of Greek
ՈՒՌՈՒՑԻԿ — ( ) NBH 2 0555 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 10c, 14c ա. ՈՒՌՈՒՑԻԿ որ եւ ՈՒՌՈՒՑՈՒԿ. Ուռուցեալ. այտուցեալ. ըստ յն. եւ մրրկեալ. փոթորկային. ... եւ Փափուկ. ... τυφωνικός procellosus եւ ἀπαλός tener, mollis. *Անկաւ զնովաւ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
Τυφωνικοῖς — Τῡφωνικοῖς , Τυφωνικός Typhonian masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τυφωνικοί — Τῡφωνικοί , Τυφωνικός Typhonian masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τυφωνικοῦ — Τῡφωνικοῦ , Τυφωνικός Typhonian masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)